- ἑδρήεις
- ἑδρήεις, εσσα, εν,A = ἑδραῖος, Hsch. [full] ἔδρησα, [dialect] Ion. [tense] aor. 1 of δράω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἑδρήεσσα — ἑδρήεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδρήεσσαν — ἑδρήεις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek